φόρτσα

φόρτσα
η
(λ. ιταλ.)
1. δύναμη, ένταση, ορμητικότητα, φούρια: Ο αέρας φυσάει με πολλή φόρτσα.
2. ως επίρρ., φόρτσα δυνατά, ισχυρά, ορμητικά: Να τρέξεις φόρτσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φόρτσα — η, Ν 1. δύναμη, ορμή («ο αέρας φύσαγε με φόρτσα») 2. (ως επίρρ.) φόρτσα (κυρίως ως παρακελευσματικό) δυνατά, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forza «δύναμη»] …   Dictionary of Greek

  • φορτσάρω — Ν 1. εντείνω την προσπάθεια, βάζω όλη μου τη δύναμη 2. (για άνεμο) δυναμώνω, ενισχύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzare < forza (βλ. λ. φόρτσα)] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μπερλουσκόνι, Σίλβιο — (Berlusconi, Μιλάνο 1936 –). Ιταλός μεγαλοεκδότης, επιχειρηματίας και πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως επιχειρηματίας στον τομέα των αγοραπωλήσεων ακινήτων και των οικοδομών και στη… …   Dictionary of Greek

  • φούρια — η (λ. ιταλ.) 1. βία να προφτάσει κανείς κάτι, βιασύνη: Στη φούρια της δουλειάς. 2. βιαιότητα, ορμή, ορμητική κίνηση, σφοδρότητα, φόρτσα: Μπήκε με τόση φούρια, που αναποδογύρισε το βάζο στο τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”